καμπίσιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καμπίσιος | η | καμπίσια | το | καμπίσιο |
γενική | του | καμπίσιου | της | καμπίσιας | του | καμπίσιου |
αιτιατική | τον | καμπίσιο | την | καμπίσια | το | καμπίσιο |
κλητική | καμπίσιε | καμπίσια | καμπίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καμπίσιοι | οι | καμπίσιες | τα | καμπίσια |
γενική | των | καμπίσιων | των | καμπίσιων | των | καμπίσιων |
αιτιατική | τους | καμπίσιους | τις | καμπίσιες | τα | καμπίσια |
κλητική | καμπίσιοι | καμπίσιες | καμπίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kamˈbi.sços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μπί‐σιος
Επίθετο επεξεργασία
καμπίσιος, -ια, -ιο
- που βρίσκεται, ζει ή παράγεται στον κάμπο
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κάμπος
Ουσιαστικό επεξεργασία
καμπίσιος αρσενικό (θηλυκό καμπίσια)