καμιζόλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καμιζόλα | οι | καμιζόλες |
γενική | της | καμιζόλας | των | (καμιζολών) |
αιτιατική | την | καμιζόλα | τις | καμιζόλες |
κλητική | καμιζόλα | καμιζόλες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καμιζόλα θηλυκό
- φαρδιά και μακριά μπλούζα ή πουκάμισο
- Υπάρχει μάλιστα η συνήθεια να αγοράζει καθένας έγκαιρα την καμιζόλα του για την περίσταση. (εφημερίδα Το Βήμα, 21/3/2013)