Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπλούζα οι μπλούζες
      γενική της μπλούζας
    αιτιατική την μπλούζα τις μπλούζες
     κλητική μπλούζα μπλούζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ασπρόμαυρη ριγέ μπλούζα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπλούζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική blouse < αβέβαιης ετυμολογίας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπλούζα θηλυκό

  • (ενδυμασία) υφασμάτινο ελαφρύ ένδυμα για το πάνω μέρος του σώματος

Υποκοριστικά επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία