καμηλιέρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καμηλιέρης < μεσαιωνική ελληνική καμηλιέρης < καμήλ(α) + -ιέρης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.miˈʎe.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μη‐λιέ‐ρης
Ουσιαστικό επεξεργασία
καμηλιέρης αρσενικό (θηλυκό: καμηλιέρισσα)
- (επάγγελμα) αυτός που οδηγεί καμήλες (ή καραβάνι με καμήλες)
- ※ Η μικρή του καμηλιέρη, αραπίνα από τ’ Αλγέρι | όποιος να τη δει τη θέλει | γιαλελέλι.
- Τραγούδι «Η μικρή του καμηλιέρη» (1949), σε στίχους και μουσική του Απόστολου Χατζηχρήστου.
- ※ Η μικρή του καμηλιέρη, αραπίνα από τ’ Αλγέρι | όποιος να τη δει τη θέλει | γιαλελέλι.
Συγγενικά επεξεργασία
- Καμηλιέρης (επώνυμο)
- → δείτε τη λέξη καμήλα