αραπίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αραπίνα | οι | αραπίνες |
γενική | της | αραπίνας | των | αραπίνων |
αιτιατική | την | αραπίνα | τις | αραπίνες |
κλητική | αραπίνα | αραπίνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αραπίνα θηλυκό
- γυναίκα της μαύρης φυλής