Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλοκαίρι τα καλοκαίρια
      γενική του καλοκαιριού των καλοκαιριών
    αιτιατική το καλοκαίρι τα καλοκαίρια
     κλητική καλοκαίρι καλοκαίρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
«Το καλοκαίρι» του Giuseppe Arcimboldo, 1573

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλοκαίρι < μεσαιωνική ελληνική καλοκαίρι(ν) < καλοκαίριον < αρχαία ελληνική καλός + καιρός [πβ. (ελληνιστική κοινήκαλόκαιρος]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.loˈce.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λο‐καί‐ρι
παρώνυμα: καλογέρι, Καλογέρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλοκαίρι ουδέτερο

  1. η εποχή του έτους, μετά την άνοιξη και πριν το φθινόπωρο, κατά την οποία ο ήλιος βρίσκεται σε υψηλότερη θέση στον ουρανό σε σχέση με τον υπόλοιπο χρόνο και επικρατούν υψηλότερες θερμοκρασίες
    οι τέσσερις εποχές είναι: άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας
     συνώνυμα: θέρος
  2. (μεταφορικά) ο καλός καιρός
    σήμερα είναι καλοκαίρι, ο καιρός είναι θαυμάσιος
     συνώνυμα: καλοκαιρία, καλοκαιριά, λιακάδα
     αντώνυμα: χειμώνας, χειμωνιά, βαρυχειμωνιά, κακοκαιρία, κακοκαιριά, παλιόκαιρος

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία