βαρυχειμωνιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαρυχειμωνιά | οι | βαρυχειμωνιές |
γενική | της | βαρυχειμωνιάς | των | βαρυχειμωνιών |
αιτιατική | τη | βαρυχειμωνιά | τις | βαρυχειμωνιές |
κλητική | βαρυχειμωνιά | βαρυχειμωνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαρυχειμωνιά θηλυκό
- εξαιρετικά βαρύς χειμώνας