Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλλιτέχνημα τα καλλιτεχνήματα
      γενική του καλλιτεχνήματος των καλλιτεχνημάτων
    αιτιατική το καλλιτέχνημα τα καλλιτεχνήματα
     κλητική καλλιτέχνημα καλλιτεχνήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλλιτέχνημα < καλλιτέχνης + -ημα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.liˈte.xni.ma/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλλιτέχνημα ουδέτερο

  1. το δημιούργημα ενός καλλιτέχνη
  2. (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε έχει δημιουργηθεί με καλλιτεχνική διάθεση και καλαισθησία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία