καλαμποκάλευρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλαμποκάλευρο < καλαμπόκ(ι) + άλευρο[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλαμποκάλευρο ουδέτερο
- (τρόφιμο) αλεύρι από καλαμπόκι
- ※ Το ψωμί μοιραζόταν με το δελτίο -τριάντα δράμια ανά άτομο- κι ήταν σαν λάσπη, φτιαγμένο από καλαμποκάλευρο, χαρουπάλευρο, έως και σκουπάλευρο! (Το γκουρμέ της Κατοχής, εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 23/5/2010)
- ※ Η μπομπότα που έτρωγε στην Κατοχή -που ήταν νέος και ωραίος-, εκείνος ο χυλός από καλαμποκάλευρο που χόρταινε την πείνα του, «το νοστιμότερο πράμα στον κόσμο!» (Comfort food, εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 3/1/2010)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καλαμποκάλευρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας