Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλαμποκάλευρο τα καλαμποκάλευρα
      γενική του καλαμποκάλευρου των καλαμποκάλευρων
    αιτιατική το καλαμποκάλευρο τα καλαμποκάλευρα
     κλητική καλαμποκάλευρο καλαμποκάλευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλαμποκάλευρο < καλαμπόκ(ι) + άλευρο[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλαμποκάλευρο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία