αραβοσιτάλευρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αραβοσιτάλευρο < αραβόσιτ(ος) + άλευρο[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɾa.vo.siˈta.le.vɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐βο‐σι‐τά‐λευ‐ρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αραβοσιτάλευρο ουδέτερο
- (λόγιο) το καλαμποκάλευρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αραβοσιτάλευρο
→ δείτε τη λέξη καλαμποκάλευρο |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αραβοσιτάλευρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας