Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλίμπρα οι καλίμπρες
      γενική της καλίμπρας των καλιμπρών
    αιτιατική την καλίμπρα τις καλίμπρες
     κλητική καλίμπρα καλίμπρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλίμπρα < γαλλική calibre

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλίμπρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία