Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευθυγράμμιση οι ευθυγραμμίσεις
      γενική της ευθυγράμμισης των ευθυγραμμίσεων
    αιτιατική την ευθυγράμμιση τις ευθυγραμμίσεις
     κλητική ευθυγράμμιση ευθυγραμμίσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευθυγράμμιση < ευθυγραμμί(ζω) + -ση < ευθύγραμμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευθυγράμμιση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία