Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
alignement alignements

  Ουσιαστικό επεξεργασία

alignement (fr) αρσενικό

  1. η παράθεση
  2. η ευθυγράμμιση

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη aligner