alignement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
alignement | alignements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
alignement (fr) αρσενικό
- η παράθεση
- η ευθυγράμμιση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη aligner
ενικός | πληθυντικός |
alignement | alignements |
alignement (fr) αρσενικό