Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σασί < (άμεσο δάνειο) γαλλική châssis

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σασί ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία