Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλά ξυπνητούρια < → δείτε τη λέξη καλά (επίρρημα), ξυπνητούρια

Εκφράσεις επεξεργασία

καλά ξυπνητούρια (ειρωνικό)

  1. για κάποιον που ξυπνά ή σηκώνεται αργά, καθυστερημένα
  2. (μεταφορικά) για κάποιον που δεν αντιλαμβάνεται την κατάσταση ή πληροφορείται κάτι αργά, καθυστερημένα

  Μεταφράσεις επεξεργασία