Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθυστερημένος η καθυστερημένη το καθυστερημένο
      γενική του καθυστερημένου της καθυστερημένης του καθυστερημένου
    αιτιατική τον καθυστερημένο την καθυστερημένη το καθυστερημένο
     κλητική καθυστερημένε καθυστερημένη καθυστερημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθυστερημένοι οι καθυστερημένες τα καθυστερημένα
      γενική των καθυστερημένων των καθυστερημένων των καθυστερημένων
    αιτιατική τους καθυστερημένους τις καθυστερημένες τα καθυστερημένα
     κλητική καθυστερημένοι καθυστερημένες καθυστερημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

καθυστερημένος <
  1. μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καθυστερώ
  2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική retardé
  3. συνεκδοχικά από την πάθηση

  Μετοχή

καθυστερημένος αρσενικό, καθυστερημένη θηλυκό, καθυστερημένο ουδέτερο

  • που έρχεται ή γίνεται μετά από την καθορισμένη χρονική στιγμή
συνάντησα κίνηση κι έφτασα στο ραντεβού καθυστερημένος

Συγγενικά

Συνώνυμα

  Μεταφράσεις