καθηκόντως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθηκόντως < ελληνιστική κοινή καθηκόντως < αρχαία ελληνική καθήκω < κατά + ἥκω
Επίρρημα επεξεργασία
καθηκόντως
Συνώνυμα επεξεργασία
- (αρμοδίως)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καθήκον
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθηκόντως