καδραρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
καδραρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καδράρω
Μετοχή επεξεργασία
καδραρισμένος, -η, -ο
- τοποθετημένος μέσα σε κάδρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
καδραρισμένος
|
καδραρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καδράρω
καδραρισμένος, -η, -ο
|