Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καδράρω < ουσιαστικό κάδρο + επίθημα -άρω

  Ρήμα επεξεργασία

καδράρω

  1. τοποθετώ εικόνα ή φωτογραφία σε κάδρο
  2. φροντίζω την γωνία της φωτογραφικής ή κινηματογραφικής λήψης

  Μεταφράσεις επεξεργασία