Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καβγαδάκι τα καβγαδάκια
      γενική
    αιτιατική το καβγαδάκι τα καβγαδάκια
     κλητική καβγαδάκι καβγαδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καβγαδάκι < καβγάς, καβγάδ(ες) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.vɣaˈða.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐βγα‐δά‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καβγαδάκι ουδέτερο

  • ερωτικός μικροκαβγάς χωρίς σοβαρές συνέπειες
    μόλις είχε το πρώτο ερωτικό καβγαδάκι
    ※  καβγαδάκι - καβγαδάκι ο έρωτας δεν ζει
    πρέπει να χωρίσουμε, δεν κάνουμε μαζί.
    (ελληνικό λαϊκό τραγούδι)

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καβγάς