argument
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
argument | arguments |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɑːɡ.jə.mənt/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈɑːrɡ.jə.mənt/ (ΗΠΑ)
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ar‐gu‐ment
Ουσιαστικό επεξεργασία
argument (en)
- το επιχείρημα
- ↪ Her argument against veganism did not get a lot of support from her friends.
- Το επιχείρημά της κατά του βιγκανισμού δεν έλαβε πολλή υποστήριξη από τους φίλους της.
- ≈ συνώνυμα: reasoning, rationale
- ↪ Her argument against veganism did not get a lot of support from her friends.
- η διαφωνία, ο καβγάς
- (μαθηματικά) το όρισμα ή ανεξάρτητη μεταβλητή
- δείτε επίσης: argument of a function στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (πληροφορική) η πραγματική παράμετρος
- ※ Function arguments are the values received by the function when it is invoked.[1]
- «Οι πραγματικές παράμετροι της συνάρτησης είναι οι (πραγματικές) τιμές που λαμβάνονται από τη συνάρτηση όταν γίνεται η επίκλησή της.»
- δείτε επίσης: parameter (computer programming) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ※ Function arguments are the values received by the function when it is invoked.[1]
Συγγενικά επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Argument (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ (αγγλικά) JavaScript Functions. Πρόσβαση 2021-03-09.
Πηγές επεξεργασία
- argument - Cambridge Dictionary online
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
argument | arguments |
argument (fr) αρσενικό
- το επιχείρημα
- (πληροφορική), (μαθηματικά) το όρισμα
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /arˈɡũmɛ̃nt/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
argument (pl) αρσενικό
- το επιχείρημα
- (πληροφορική), (μαθηματικά) το όρισμα
Συγγενικά επεξεργασία
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
argument (sv) ουδέτερο