Δείτε επίσης: Κίλλος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κίλλος οἱ κίλλοι
      γενική τοῦ κίλλου τῶν κίλλων
      δοτική τῷ κίλλ τοῖς κίλλοις
    αιτιατική τὸν κίλλον τοὺς κίλλους
     κλητική ! κίλλε κίλλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κίλλω
γεν-δοτ τοῖν  κίλλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κίλλος (ελληνιστική κοινή) < κιλλός με αναβιβασμό του τόνου

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κίλλος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες γραφές επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία