αναβιβασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναβιβασμός < (ελληνιστική κοινή) ἀναβιβασμός < αρχαία ελληνική ἀναβιβάζω < ἀνά + βιβάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναβιβασμός αρσενικό
- (παρωχημένο) (λόγιο) ανέβασμα
- (παρωχημένο) (λόγιο) άνοδος
- (παρωχημένο) (λόγιο) αναβίβαση
- (γραμματική) το ανέβασμα, η μετακίνηση του τόνου μιας λέξης σε κάποια από τις προηγούμενες συλλαβές
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αναβιβάζω