Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κήρυκας οι κήρυκες
      γενική του κήρυκα των κηρύκων
    αιτιατική τον κήρυκα τους κήρυκες
     κλητική κήρυκα κήρυκες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κήρυκας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κῆρυξ από την αιτιατική «τὸν κήρυκα»

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈci.ɾi.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κή‐ρυ‐κας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κήρυκας αρσενικό

  1. αυτός που φέρνει μια είδηση, ο αγγελιοφόρος
  2. αυτός που με ιδιαίτερο ζήλο προσπαθεί να κάνει ευρύτερα γνωστή, να διαδώσει, να κηρύξει μια θρησκεία ή μια ιδέα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία