Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κήρυγμα τα κηρύγματα
      γενική του κηρύγματος των κηρυγμάτων
    αιτιατική το κήρυγμα τα κηρύγματα
     κλητική κήρυγμα κηρύγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κήρυγμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κήρυγμα (αρχαία σημασία: δημόσια αγγελία)
για την επιρροή απόψεων < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική appel [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈci.ɾiɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κή‐ρυγ‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κήρυγμα ουδέτερο

  1. ομιλία που εκφωνείται από ιερέα ή ιεροκήρυκα στην εκκλησία κατά τη διάρκεια της λειτουργίας
  2. ηθικοδιδακτικός λόγος που περιέχει παραινέσεις, συμβουλές
  3. απόψεις που επιδιώκουν να επηρεάσουν το ευρύ κοινό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία