κάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάρι ουδέτερο άκλιτο
- ινδικό μπαχαρικό από σκόνη διάφορων φυτών
- είδος φαγητού (με επίσης ινδική προέλευση)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κάρι στη Βικιπαίδεια