Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισόρρυθμος η ισόρρυθμη το ισόρρυθμο
      γενική του ισόρρυθμου της ισόρρυθμης του ισόρρυθμου
    αιτιατική τον ισόρρυθμο την ισόρρυθμη το ισόρρυθμο
     κλητική ισόρρυθμε ισόρρυθμη ισόρρυθμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισόρρυθμοι οι ισόρρυθμες τα ισόρρυθμα
      γενική των ισόρρυθμων των ισόρρυθμων των ισόρρυθμων
    αιτιατική τους ισόρρυθμους τις ισόρρυθμες τα ισόρρυθμα
     κλητική ισόρρυθμοι ισόρρυθμες ισόρρυθμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισόρρυθμος < ισό- + ρυθμός

  Επίθετο επεξεργασία

ισόρρυθμος, -η, -ο

  • που έχει ίσο ρυθμό
    ※  Ο νέος αναπτυξιακός νόμος, αγαπητοί συνάδελφοι, με τη σύσταση Αναπτυξιακού Συμβουλίου, με το νέο θεσμικό πλαίσιο ενίσχυσης ιδιωτικών επενδύσεων, ανοίγει τη συζήτηση για τη διαμόρφωση του εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου, του σχεδίου στρατηγικής ανασυγκρότησης της Ελλάδας, που παραδόθηκε ήδη, για τη δίκαιη, ταχύρρυθμη, ισόρρυθμη, βιώσιμη ανάπτυξη της Ελλάδας, (Πρακτικά, Ελληνικό Κοινοβούλιο, ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΡΜΔ΄, 15/6/2016 [1])
    ※  Ο πληθυσμός της Γης ζει σήμερα «ασύγκριτα καλύτερα» από ό,τι στο τέλος του 20ού αιώνα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως η βελτίωση των «συνθηκών διαβίωσης» είναι «ισόρρυθμη και συμμετρική», διαπιστώνει έρευνα του Ινστιτούτου Κοινωνικής Ανάπτυξης του Γκέτιγκεν της Γερμανίας. (εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 28/2/2015 [2])
    ※  Τα χόρτα βλαστάνουν εις ύψος αμήχανον εν τω μέσω ερήμων περιπάτων, όπου τα δένδρα κόπτονται ισομεγέθη και ισόρρυθμα, κατά την παλαιάν κηπουρικήν της Γαλλίας ( Anne Louise Germaine de Staël-Holstein, Κορίνα, ή Τα Ιταλικά, εκ του γαλλικού της κας Σταελ, υπό Ε.Α. Σίμου, τόμος πρώτος, εν Αθήναι, εκ της τυπογραφίας Κ. Ράλλη, 1835, σελ. 231 [3])

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισόρρυθμος < γερμανική Isorhythm < ίσος + ρυθμός, επινοήθηκε το 1904 από τον συνθέτη Φρίντριχ Λούντβιχ (Friedrich Ludwig) (1895-1970)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ισόρρυθμος αρσενικό

  • (μουσική) τεχνική που χρησιμοποιεί ένα επαναλαμβανόμενο ρυθμικό μοτίβο σε όλη τη διάρκεια της μουσικής σύνθεσης, από τουλάχιστο μία φωνή. Χρησιμοποιήθηκε αρχικά σε μεσαιωνικά μοτέτα του 13ου αιώνα.

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία