ιστιοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ιστιοφόρος, -α, -ο
- αυτός που φέρει ιστίο ή ιστία.
- (ναυτικός όρος) αυτός που κινείται με ιστίο ή ιστία (πανιά).
- το ουδέτερο ως ουσ: Το ιστιοφόρο → δείτε τη λέξη .
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιστιοφόρος
|