ινωμάτωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ινωμάτωση | οι | ινωματώσεις |
γενική | της | ινωμάτωσης* | των | ινωματώσεων |
αιτιατική | την | ινωμάτωση | τις | ινωματώσεις |
κλητική | ινωμάτωση | ινωματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ινωματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ινωμάτωση < ίνωμα + -ση < ίνα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fibromatose)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ινωμάτωση θηλυκό
- (ιατρική) η παθολογική ανάπτυξη ινωμάτων σε κάποιο οργανισμό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ινωμάτωση