ίνωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ίνωμα | τα | ινώματα |
γενική | του | ινώματος | των | ινωμάτων |
αιτιατική | το | ίνωμα | τα | ινώματα |
κλητική | ίνωμα | ινώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ίνωμα < ίν(α) + -ωμα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fibrome [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈi.no.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ί‐νω‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ίνωμα ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ίνωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας