Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ίνωμα τα ινώματα
      γενική του ινώματος των ινωμάτων
    αιτιατική το ίνωμα τα ινώματα
     κλητική ίνωμα ινώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ίνωμα < ίν(α) + -ωμα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fibrome [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.no.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ί‐νω‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ίνωμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία