ιμίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιμίνη | οι | ιμίνες |
γενική | της | ιμίνης | των | ιμινών |
αιτιατική | την | ιμίνη | τις | ιμίνες |
κλητική | ιμίνη | ιμίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιμίνη θηλυκό
- (χημεία) οποιαδήποτε αζωτούχα οργανική ένωση που φέρει στο μόριό της μία τουλάχιστον ιμινομάδα, δηλαδή =NH ή =N, ως κύρια χαρακτηριστική ομάδα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ιμίνες στη Βικιπαίδεια