Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιμίνη οι ιμίνες
      γενική της ιμίνης των ιμινών
    αιτιατική την ιμίνη τις ιμίνες
     κλητική ιμίνη ιμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιμίνη < αγγλική imine

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈmi.ni/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιμίνη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία