Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ιμίνες θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιμίνη
  2. (χημεία): κατηγορία χημικών ενώσεων που φέρουν στο μόριό τους ιμινομάδα