Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιεροκοκκυγικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ιεροκοκκυγικ
ός
η
ιεροκοκκυγικ
ή
το
ιεροκοκκυγικ
ό
γενική
του
ιεροκοκκυγικ
ού
της
ιεροκοκκυγικ
ής
του
ιεροκοκκυγικ
ού
αιτιατική
τον
ιεροκοκκυγικ
ό
την
ιεροκοκκυγικ
ή
το
ιεροκοκκυγικ
ό
κλητική
ιεροκοκκυγικ
έ
ιεροκοκκυγικ
ή
ιεροκοκκυγικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ιεροκοκκυγικ
οί
οι
ιεροκοκκυγικ
ές
τα
ιεροκοκκυγικ
ά
γενική
των
ιεροκοκκυγικ
ών
των
ιεροκοκκυγικ
ών
των
ιεροκοκκυγικ
ών
αιτιατική
τους
ιεροκοκκυγικ
ούς
τις
ιεροκοκκυγικ
ές
τα
ιεροκοκκυγικ
ά
κλητική
ιεροκοκκυγικ
οί
ιεροκοκκυγικ
ές
ιεροκοκκυγικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιεροκοκκυγικός
<
ιερο-
+
κοκκυγικός
Επίθετο
επεξεργασία
ιεροκοκκυγικός
(
ανατομία
) (
ιατρική
) που έχει
σχέση
με το
ιερό οστό
και τον
κόκκυγα
, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ιερός
και
κόκκυγας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιεροκοκκυγικός
αγγλικά
:
sacrococcygeal
(en)