ιερογλυφικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ιερογλυφικά | ||
γενική | των | ιερογλυφικών | ||
αιτιατική | τα | ιερογλυφικά | ||
κλητική | ιερογλυφικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
ιερογλυφικά < ελληνιστική κοινή ἱερογλυφικά, ουδέτερο του ἱερογλυφικός < ἱερογλύφος < αρχαία ελληνική ἱερός + γλύφω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.e.ɾo.ɣli.fiˈka/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιερογλυφικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ιδεογράμματα, σύστημα εικονογραφικής γραφής των αρχαίων Αιγυπτίων και (κατ’ επέκταση) οποιοδήποτε παρόμοιο σύστημα γραφής
- ※ Τα Αιγυπτιακά ιερογλυφικά είναι τα αρχαιότερα εικονιστικά σύμβολα που χρησιμοποιούνταν στην αρχαία αιγυπτιακή γραφή. Η γραφή αυτή αποκρυπτογραφήθηκε από τον Ζαν-Φρανσουά Σαμπολιόν το 1822, ο οποίος χρησιμοποίησε την περίφημη Στήλη της Ροζέττας. (*)
- (ειρωνικό) (προφορικό) κακογραμμένο ή δυσνόητο γραπτό
- ※ Επήρα το πράσινο χαρτί από τα χέρια του αστυφύλακα, και προσπάθησα να ξεκαθαρίσω τα ιερογλυφικά του. (Μ. Καραγάτσης Το εγγλέζικο μαχαίρι [διήγημα])
Συγγενικά επεξεργασία
- ιερογλυφικός
- → δείτε τις λέξεις ιερός και γλύφω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιερογλυφικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ιερογλυφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιερογλυφικό