αποκρυπτογραφώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποκρυπτογραφώ < απο- + κρυπτογραφώ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική décrypter
Ρήμα επεξεργασία
αποκρυπτογραφώ
- καταφέρνω να διαβάσω και να καταλάβω ένα κείμενο γραμμένο χρησιμοποιώντας κάποιον μυστικό κώδικα ή άλλο σύστημα γραφής