ιδεοκρατικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιδεοκρατικός < ιδεοκρατία / ιδεοκράτης + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
ιδεοκρατικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ιδεοκρατία ή τον ιδεοκράτη ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ιδεαλιστικός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ιδεοκρατία, ιδέα και κρατώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιδεοκρατικός
|