ιδεαλιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιδεαλιστικός < ιδεαλιστ(ής) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
ιδεαλιστικός, -ή, -ό
- (φιλοσοφία) που έχει σχέση με τον ιδεαλισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- εξιδανικευτικός
Συγγενικά επεξεργασία
- ιδεαλιστικά
- → δείτε τις λέξεις ιδεαλισμός και ιδέα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιδεαλιστικός