Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θρύμμα τα θρύμματα
      γενική του θρύμματος των θρυμμάτων
    αιτιατική το θρύμμα τα θρύμματα
     κλητική θρύμμα θρύμματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θρύμμα < αρχαία ελληνική θρύμμα < θρύπτω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θρύμμα ουδέτερο

  1. το κομμάτι που προέρχεται από το σπάσιμο κάποιου αντικειμένου
     συνώνυμα: θρύψαλο
    έριξε μια πέτρα στο παράθυρο και το τζάμι έγινε θρύμματα.
  2. τρίμμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία