θριναξόδοντας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θριναξόδοντας < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thrinaxodon < αρχαία ελληνική θρῖναξ + ὀδούς
Ουσιαστικό επεξεργασία
θριναξόδοντας αρσενικό
- (ζωολογία) είδος κυνόδοντα που έζησε στην αρχή της τριασικής περιόδου πριν από 256 εκατομμύρια χρόνια
Μεταφράσεις επεξεργασία
θριναξόδοντας