ὀδούς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ὀδοντ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ὀδούς | οἱ | ὀδόντες | |
γενική | τοῦ | ὀδόντος | τῶν | ὀδόντων | |
δοτική | τῷ | ὀδόντῐ | τοῖς | ὀδοῦσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ὀδόντᾰ | τοὺς | ὀδόντᾰς | |
κλητική ὦ! | ὀδούς | ὀδόντες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀδόντε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀδόντοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὀδούς' όπως «ὀδούς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὀδούς < πρωτοελληνική *odónts < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃dónts (δόντι). Σχηματισμός ονομαστικής ενικού: ὀδόντ- + -ς (*ὀδόντ-ς) με αποβολή του ντ προ του σίγμα και αντέκταση του ο σε ου
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὀδούς, -όντος αρσενικό
- το δόντι
- οτιδήποτε μοιάζει με δόντι, όπως το δόντι του πριονιού
- (μεταφορικά) κάτι που προκαλεί ψυχικό πόνο
- (ανατομία) ο δεύτερος σπόνδυλος του λαιμού
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές επεξεργασία
- ὀδούς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀδούς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.