Δείτε επίσης: θνησκόγενος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θνησιγενής η θνησιγενής το θνησιγενές
      γενική του θνησιγενούς* της θνησιγενούς του θνησιγενούς
    αιτιατική τον θνησιγενή τη θνησιγενή το θνησιγενές
     κλητική θνησιγενή(ς) θνησιγενής θνησιγενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θνησιγενείς οι θνησιγενείς τα θνησιγενή
      γενική των θνησιγενών των θνησιγενών των θνησιγενών
    αιτιατική τους θνησιγενείς τις θνησιγενείς τα θνησιγενή
     κλητική θνησιγενείς θνησιγενείς θνησιγενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θνησιγενής < θνησι- (< αρχαία ελληνική θνῄσκω) + -γενής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική mort-né)

  Επίθετο επεξεργασία

θνησιγενής -ής -ές

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία