Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θλιβερός η θλιβερή το θλιβερό
      γενική του θλιβερού της θλιβερής του θλιβερού
    αιτιατική τον θλιβερό τη θλιβερή το θλιβερό
     κλητική θλιβερέ θλιβερή θλιβερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θλιβεροί οι θλιβερές τα θλιβερά
      γενική των θλιβερών των θλιβερών των θλιβερών
    αιτιατική τους θλιβερούς τις θλιβερές τα θλιβερά
     κλητική θλιβεροί θλιβερές θλιβερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θλιβερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θλιβερός < αρχαία ελληνική θλίβ(ω) + -ερός

  Επίθετο επεξεργασία

θλιβερός

  1. αυτός που προκαλεί θλίψη, στεναχώρια, δυσαρέσκεια
    Είναι θλιβερή η διαπίστωση της απώλειας.
  2. αυτός που χαρακτηρίζεται από δυστυχία κι εγκατάλειψη, προκαλώντας τον οίκτο
    Η θλιβερή ζωή των απόρων.

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θλιβερός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

θλιβερός

  1. συμπιεστικός, που θλίβει