Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θηλεοκτονία οι θηλεοκτονίες
      γενική της θηλεοκτονίας των θηλεοκτονιών
    αιτιατική τη θηλεοκτονία τις θηλεοκτονίες
     κλητική θηλεοκτονία θηλεοκτονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θηλεοκτονία < θήλυς + -ο- + -κτονία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θηλεοκτονία θηλυκό

Υπώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία