μισογυνικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μισογυνικός < μισογύνης + -ικός < ελληνιστική κοινή μισογύνης < αρχαία ελληνική μισο- (μισέω) + γυνή
Επίθετο επεξεργασία
μισογυνικός
- που έχει σχέση με τον μισογύνη ή τον μισογυνισμό ή αναφέρεται σ’ αυτά