Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θηλεοκτόνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Υπώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
θηλεοκτόν
ος
οι
θηλεοκτόν
οι
γενική
του
/
της
θηλεοκτόν
ου
των
θηλεοκτόν
ων
αιτιατική
τον
/
τη
θηλεοκτόν
ο
τους
/
τις
θηλεοκτόν
ους
κλητική
θηλεοκτόν
ε
θηλεοκτόν
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θηλεοκτόνος
<
θήλυς
+
-ο-
+
-κτόνος
<
αρχαία ελληνική
θήλυς
+
κτείνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θηλεοκτόνος
αρσενικό ή θηλυκό
που
διαπράττει
γυναικοκτονία
Υπώνυμα
επεξεργασία
γυναικοκτόνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θηλεοκτόνος