θερμοχρωματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία el επεξεργασία
θερμοχρωματικός < αγγλικά: thermochromatic < θερμο- + χρωματικός
Επίθετο επεξεργασία
θερμοχρωματικός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- βαφή που αλλάζει χρώμα με θερμοκρασιακές μεταβολές, συνήθως με την θερμότητα
- συνιστάμενος-αποτελούμενος γραφικά από πολλά θερμά χρώματα