θερμοκρασιακή αναστροφή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμοκρασιακή αναστροφή οι θερμοκρασιακές αναστροφές
      γενική της θερμοκρασιακής αναστροφής των θερμοκρασιακών αναστροφών
    αιτιατική τη θερμοκρασιακή αναστροφή τις θερμοκρασιακές αναστροφές
     κλητική θερμοκρασιακή αναστροφή θερμοκρασιακές αναστροφές
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμοκρασιακή αναστροφή < → δείτε τις λέξεις θερμοκρασιακός και αναστροφή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θeɾ.mo.kɾa.si.aˈci a.na.stɾoˈfi/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

θερμοκρασιακή αναστροφή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Θερμοκρασιακή αναστροφή, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών