Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναστροφή οι αναστροφές
      γενική της αναστροφής των αναστροφών
    αιτιατική την αναστροφή τις αναστροφές
     κλητική αναστροφή αναστροφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναστροφή < αρχαία ελληνική ἀναστροφή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναστροφή θηλυκό

  1. (γραμματική) μεταφορά του τόνου πρόθεσης από τη λήγουσα στην παραλήγουσα
  2. (γυμναστική) άσκηση κατά την οποία ο ασκούμενος στηρίζεται στα χέρια και σηκώνει τα πόδια ψηλά, ώστε το σώμα του να είναι κατακόρυφο προς το έδαφος
  3. (νομική) ανατροπή προηγούμενης πράξης, διάθεσης, απόφασης, η υπαναχώρηση
    η αναστροφή πώλησης ακινήτου όταν ο αγοραστής αλλάζει γνώμη επειδή διαπίστωσε σοβαρές ζημίες...
  4. (συντακτικό) το φαινόμενο κατά το οποίο η σειρά των λέξεων δεν είναι η αναμενόμενη, κάτι που συνήθως σχετίζεται με το ύφος γραφής του συγγρφέα
  5. αλλαγή πορείας προς την αντίθετη κατεύθυνση (σε κινούμενο μέσο), αλλά ειδικά για ιστιοφόρο μπορεί να σημαίνει την αλλαγή πορείας ώστε να κινείται αντίθετα προς τον άνεμο
  6. μεταβολή φυσικών μεγεθών αντίστροφα από το κανονικό
    ενώ ο αέρας κανονικά είναι ψυχρότερος στα υψηλότερα επίπεδα, στο φαινόμενο της θερμοκρασιακής αναστροφής (συχνό σε νύχτες με άπνοια) το έδαφος ψύχεται ταχύτερα και ψυχραίνει τον αέρα που είναι κοντά του, ενώ ο αέρας σε υψηλότερα επίπεδα παραμένει θερμός
  7. (ιατρική) το φαινόμενο κατά το οποίο ένας άνθρωπος γεννιέται με κάποιο όργανό του στην αντιδιαμετρική από την κανονική του θέση (π.χ. η καρδιά προς τα δεξιά)
    αναστροφή σπλάχνων

  Μεταφράσεις επεξεργασία