θεοποιητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεοποιητικός < θεοποιώ
Επίθετο επεξεργασία
θεοποιητικός
- ο σχετικός με την θεοποίηση, είτε αυτή περιορίζεται σε ηρωοποίηση και λατρεία ενός ατόμου είτε φτάνει στο σημείο να αποδίδει σε άνθρωπο ιδιότητες θεότητας