Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θαυμαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θαυμαστικ
ός
η
θαυμαστικ
ή
το
θαυμαστικ
ό
γενική
του
θαυμαστικ
ού
της
θαυμαστικ
ής
του
θαυμαστικ
ού
αιτιατική
τον
θαυμαστικ
ό
τη
θαυμαστικ
ή
το
θαυμαστικ
ό
κλητική
θαυμαστικ
έ
θαυμαστικ
ή
θαυμαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θαυμαστικ
οί
οι
θαυμαστικ
ές
τα
θαυμαστικ
ά
γενική
των
θαυμαστικ
ών
των
θαυμαστικ
ών
των
θαυμαστικ
ών
αιτιατική
τους
θαυμαστικ
ούς
τις
θαυμαστικ
ές
τα
θαυμαστικ
ά
κλητική
θαυμαστικ
οί
θαυμαστικ
ές
θαυμαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θαυμαστικός
<
αρχαία ελληνική
θαυμαστικός
<
θαυμάζω
Επίθετο
επεξεργασία
θαυμαστικός, -ή, -ό
που εκφράζει
θαυμασμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θαυμαστικός
γαλλικά
:
admiratif
(fr)